- γόμφος
- ο (AM γόμφος)1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξηςνεοελλ.καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο*αρχ.σφήνα, πάσσαλος για σύνδεση σανιδωμάτων πλοίου2. κλείδωση, άρθρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γόμφος ανάγεται σε *ĝombh-, ετεροιωμένη βαθμίδα τού *ĝembh- «δαγκώνω, σπάζω με τα δόντια» (πρβλ. αρχ. ινδ. jamba- «δόντι», αρχ. σλαβ. zobŭ «δόντι», λιθ. žambas «εξέχουσα γωνία», λετ. zuobs «δόντι», αρχ. άνω γερμ. Kamb «χτένι»)].
Dictionary of Greek. 2013.